- φορητός
- φορητός1 borne ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ κυμάτεσσιν παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν (sc. Δᾶλος) fr. 33d. 1, cf. Πα. 7B. 49.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φορητός — borne masc nom sg φορητός borne masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητός — ή, ό / φορητός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ος Α [φορῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει ή να τόν μετατοπίσει (α. «φορητή συσκευή» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.) αρχ. 1. αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», Πίνδ. β. «ἄστρα φορητά» οι… … Dictionary of Greek
φορητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μεταφέρεται, να μετακομίζεται, ο μετακινητός: Το πολυβόλο είναι φορητό όπλο. 2. αυτός που εύκολα μεταφέρεται, ευκολομετακόμιστος: Αυτή η τηλεόραση είναι φορητή. 3. αυτός που βαστάζεται, που υποβαστάζεται, βασταχτός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορητότερον — φορητός borne adverbial comp φορητός borne masc acc comp sg φορητός borne neut nom/voc/acc comp sg φορητός borne adverbial comp φορητός borne masc acc comp sg φορητός borne neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητά — φορητός borne neut nom/voc/acc pl φορητά̱ , φορητός borne fem nom/voc/acc dual φορητά̱ , φορητός borne fem nom/voc sg (doric aeolic) φορητός borne neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητόν — φορητός borne masc acc sg φορητός borne neut nom/voc/acc sg φορητός borne masc/fem acc sg φορητός borne neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητότατον — φορητός borne masc acc superl sg φορητός borne neut nom/voc/acc superl sg φορητός borne masc acc superl sg φορητός borne neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητῶν — φορητός borne fem gen pl φορητός borne masc/neut gen pl φορητός borne masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητοῖς — φορητός borne masc/neut dat pl φορητός borne masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητοί — φορητός borne masc nom/voc pl φορητός borne masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητοῦ — φορητός borne masc/neut gen sg φορητός borne masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)